Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικαπιταλιστικός -ή -ό [andikapitalistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τον καπιταλισμό· αντικεφαλαιοκρατικός: Aντικαπιταλιστική επανάσταση / κυβέρνηση. Mια πολιτική αντικαπιταλιστική δεν είναι κατ΄ ανάγκην δημοκρατική.
αντικαπιταλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + καπιταλιστικός μτφρδ. γαλλ. anticapitaliste (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαπιταλιστικός, -ή, -ό [andikapitalistikós] (synL αντικεφαλαιοκρατικός)
- being against capitalism, anticapitalist:
- η αριστερά της Eυρώπης είναι αντικαπιταλιστική και η δεξιά της αντιαμερικανική
[cpd w. καπιταλιστικός]
- being against capitalism, anticapitalist:



