Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντικαθίσταμαι.
-
- Πηγαίνω και εγκαθίσταμαι κάπου·
- (μεταφ.):
- απέθανεν …, στην αιώνιον ζωήν αντεκατέστην (Φλώρ. 132).
- (μεταφ.):
[αρχ. αντικαθίσταμαι. H λ. και σήμ.]
- Πηγαίνω και εγκαθίσταμαι κάπου·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαθίσταμαι s. αντικαθιστώ.



