Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιιδρωτικό [andii∂rotikó] το, (L)
- antiperspirant, antihidrotic (ant εφιδρωτικό):
- ένα ~ που σταματά τον ιδρώτα και εξουδετερώνει τη μυρωδιά του
[substantiv. n of αντιιδρωτικός]
- antiperspirant, antihidrotic (ant εφιδρωτικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιιδρωτικός -ή -ό [andiiδrotikós] Ε1 : που καταπολεμά τον ιδρώτα: Aντιιδρωτικές ουσίες / αλοιφές.
[λόγ. αντι- + ιδρωτικός μτφρδ. αγγλ. antiperspirant (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιιδρωτικός, -ή, -ό [andii∂rotikós] (L)
- antiperspirant, antisudorific, antihidrotic (ant εφιδρωτικός):
- αντιιδρωτικές και αντιμηκυτικές πούδρες
[cpd w. ιδρωτικός]
- antiperspirant, antisudorific, antihidrotic (ant εφιδρωτικός):



