Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιεπιστημονικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιεπιστημονικό [andiepistimonikó] το, (L)
  • unscientific quality, unscientificness (near-syn ανεπιστημοσύνη):
    • το ~ της μεθόδου του Nτιντερό (Moustoxydis)

[substantiv. n of αντιεπιστημονικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιεπιστημονικός -ή -ό [andiepistimonikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με την επιστήμη: Aντιεπιστημονική θεωρία / αντίληψη / μέθοδος. Tο αντιεπιστημονικό πνεύμα της μεταφυσικής. αντιεπιστημονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + επιστημονικός μτφρδ. αγγλ. antiscientific (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιεπιστημονικός, -ή, -ό [andiepistimonikós] (L)
  • ① contrary to science, antiscientific (syn αντεπιστημονικός):
    • αντιεπιστημονική διάθεση |
    • αντιεπιστημονικό δόγμα, μέτρο |
    • το αντιεπιστημονικό πνεύμα των μεταφυσικών |
    • ο ~ κορνιαχτός που σήκωσε η αντίδραση στην εποχή μας (Theodoridis) |
    • στον αντιεπιστημονικό σχετικισμό δεν υπάρχει επιστημονική, αντικειμενική αλήθεια (Tsatsos, adapted)
  • ② unscholarly, unscientific (syn ανεπιστημονικός, ant επιστημονικός):
    • αντιεπιστημονική ανάλυση |
    • αντιεπιστημονικοί ισχυρισμοί |
    • αντιεπιστημονικές και αβάσιμες γενικεύσεις |
    • η αντιεπιστημονική διάταξη των συνταγματικών κειμένων |
    • ένας στοχασμός αυθαίρετος και ~ (IMelas) |
    • υποθέσεις αντιεπιστημονικές για την καταγωγή της ομιλίας (Geros) |
    • ανιστόρητες και αντιεπιστημονικές ορθογραφικές καινοτομίες (Papageorgiou)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιεπιστημονικός, cpd w. επιστημονικός ← AG; cf ἀντεπιστημονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go