Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιεπαγγελματικός, -ή, -ό [andiepaŋgelmatikós] (L)
- unprofessional:
- αντιεπαγγελματική συμπεριφορά |
- θεωρείται αντιεπαγγελματικό να καταγγέλλεται στον εισαγγελέα (Psathas)
[fr kath αντιεπαγγελματικός, cpd w. επαγγελματικός; cf also kath αντεπαγγελματικός]
- unprofessional:



