Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδραστήρας ο [andiδrastíras] Ο2 : συσκευή που χρησιμοποιείται για την πρόκληση: α. ελεγχόμενης αλυσιδωτής αντίδρασης σε άτομο ραδιενεργού στοιχείου: Aτομικός / πυρηνικός ~. Λειτουργία του αντιδραστήρα. β. (χημ.) οποιασδήποτε χημικής αντίδρασης.
[λόγ. αντιδρασ- (αντιδρώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. reactor]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστήρας [andi∂rastíras] ο, (L) nuclear phys
- reactor:
- πυρηνικός, θερμοπυρηνικός, ατομικός ~ |
- ~ ελέγχου υλικών, ~ μηδενικής ενεργείας |
- ο ~ βαθμηδόν ψύχεται |
- η κατασκευή ενός αντιδραστήρα |
- αντιδραστήρες συνολικής ισχύος ενός εκατομμυρίου κιλοβάτ
[fr kath (neol) αντιδραστήρ, der of αντιδρώ; cf βραστήρ etc]
- reactor:



