Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδιανοητισμός [andi∂ianoitzmós] ο, (L)
- anti-intellectual stance:
- το ουτοπικό πνεύμα του Σορέλ κι ο έξαλλος ~ του είχαν γοητεύσει τον Kαζαντζάκη
[fr kath αντιδιανοητισμός, cpd w. διανοητισμός]
- anti-intellectual stance:



