Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιδιαβητικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδιαβητικό [andi∂iavitikó] το, (L) med, pharm
  • antidiabetic medication

[fr kath αντιδιαβητικόν, substantiv. n of αντιδιαβητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιδιαβητικός -ή -ό [andiδiavitikós] Ε1 : (ιατρ.) που καταπολεμά το διαβήτη: Aντιδιαβητικά φάρμακα.

[λόγ. < αγγλ. antidiabetic < anti- = αντι- + diabetic = διαβητικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδιαβητικός, -ή, -ό [andi∂iavitikós] (L) med, pharm
  • combating or alleviating diabetes, antidiabetic (ant διαβητικός):
    • ~ αγώνας |
    • αντιδιαβητική δίαιτα, ~ άρτος, αντιδιαβητικά φάρμακα, αντιδιαβητικά καταπότια

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδιαβητικός, cpd w. kath διαβητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go