Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιγριπικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιγριπικός -ή -ό [andiγripikós] Ε1 : που καταπολεμά τη γρίπη ή προστατεύει από αυτή: Aντιγριπικό φάρμακο / εμβόλιο.

[λόγ. αντι- + γρίπ(η) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγριπικός, -ή, -ό [andiγripikós] (sp. also αντιγριππικός)
:
  • αντιγριπικό εμβόλιο flu vaccine |
  • αντιγριππικό φάρμακο |
  • ~ ορός

[fr kath, cpd w. γρίπη & suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες