Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιβράχιο
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβράχιο το [antivráxio] Ο40 : (ανατ.) το τμήμα του χεριού από τον αγκώνα ως τον καρπό· πήχης. || το αντίστοιχο τμήμα του μπροστινού ποδιού των ζώων.

[λόγ. αντι- + βραχ(ίων) -ιον μτφρδ. γαλλ. avant-bras]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβράχιο [andivrá io] το, (L) anat
  • forearm (syn αντιβραχίονας, πήχυς)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιβράχιον, short. perh fr αντιβραχιόνιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβραχίονας ο [andivraxíonas] Ο5 : (ανατ.) αντιβράχιο.

[λόγ. αντι- + βραχίων > βραχίονας μτφρδ. γαλλ. avant-bras]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβραχίονας [andivra íonas] ο, (L)
  • lower arm, forearm
  • ⓐ facing or opposite pier:
    • θα πήγαινε μια βόλτα στον αντιβραχίονα

[fr kath (neol) αντιβραχίων, cpd w. MG βραχίων / βραχίονας (this in Kriaras' Lex)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go