Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιβιοτικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβιοτικό [andiviotikó] το, (L) pharm
  • antibiotic:
    • αντιβιοτικά antibiotics (syn βιοθεραπευτικά) |
    • στείλτε αμέσως αεροπορικώς το νέο ~ Bάλιντας που γιατρεύει τη μυελομηνιγγίτιδα

[fr kath αντιβιοτικόν, substantiv. n of αντιβιοτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβιοτικός -ή -ό [andiviotikós] Ε1 : που καταστρέφει ορισμένα μικρόβια ή εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό τους: Aντιβιοτική θεραπεία. Aντιβιοτικές ιδιότητες μιας ουσίας / ενός φαρμάκου. || (ως ουσ.) το αντιβιοτικό, κάθε φάρμακο που έχει αντιβιοτικές ιδιότητες: Xρήση / κατάχρηση των αντιβιοτικών.

[λόγ. < αγγλ. antibiotic < anti- = αντι- + ελνστ. βιωτικός `που χρησιμεύει για τη ζωή΄, αρχ. σημ.: `που φροντίζει για τη ζωή του΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβιοτικός, -ή, -ό [andiviotikós] (L) pharm
  • antibiotic:
    • αντιβιοτικά φάρμακα |
    • ο Fleming άνοιξε το δρόμο στα αντιβιοτικά φάρμακα, όπως ονομάστηκε η πενικιλίνη και άλλα |
    • στρεπτομυκίνη, χλωρομυκητίνη, χρυσομυκητίνη κλ (Saratsis)

[fr kath, cpd w. K βιοτικός, der of βίοτος 'physical life']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go