Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβασίλισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβασίλισσα [andivasílisa] η, (L)
  • ① (woman) regent:
    • η ορκωμοσία της Y. M. ως αντιβασιλίσσης θα γίνει ενώπιον της A. M. του βασιλέως προ της αναχωρήσεώς του (Petsalis) |
    • ένας μαθητής του γυμνασίου Δόσιος τόλμησε να πυροβολήσει την βασίλισσα, όταν έλειπε ο βασιλεύς στο εξωτερικό και ήτο ~ (id., adapted) |
    • η ~ και ύστερα βασίλισσα Aικατερίνη Kορνάρο έκλεισε τη δυναστεία των Λουζινιάν προσφέροντας την Kύπρο στη Bενετιά, την πατρίδα της (Panagiotop)
  • ② wife of the viceroy

[19th c.]) αντιβασίλισσα, der of αντιβασιλεύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες