Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιαναπτυξιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιαναπτυξιακός, -ή, -ό [andianaptiksiakós] (L)
  • acting or being against development:
    • ο ~ ρυθμός της οικονομίας |
    • η αντιαναπτυξιακή αγορανομική πολιτική τελικά δεν προστατεύει τους καταναλωτές και τους παραγωγούς

[fr kath, cpd w. kath αναπτυξιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go