Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαμερικανισμός ο [andiamerikanizmós] Ο17 : εχθρότητα προς τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής και αντίθεση ή αντίδραση στην πολιτική τους: H αμερικανική επέμβαση στο Bιετνάμ προκάλεσε έξαρση του αντιαμερικανισμού σε όλο τον κόσμο.
[λόγ. αντι- + αμερικανισμός μτφρδ. αγγλ. un-americanism, anti-americanism (anti- = αντι-, -ism = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαμερικανισμός [andiamerikanizmós] ο, (L)
- anti-Americanism, anti-American feelings:
- άγριος ~ |
- έντονο κύμα αντιαμερικανισμού |
- πνεύμα αντιαμερικανισμού |
- η κυβέρνηση σε πρόωρες εκλογές ελπίζει να κερδίσει τη λαϊκή εντολή μέσα από τα αισθήματα του αντιαμερικανισμού
[fr kath αντιαμερικανισμός, cpd w. αμερικανισμός; cf Eng antiamericanism]
- anti-Americanism, anti-American feelings:



