Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντηλαρίζω [andilarízo]
- shine w. reflected light, reflect (syn αντανακλώ, αντιφέγγω):
- poem και να, τα σύναυγα ανατρόμαξαν οι γέροι συντηρώντας | γλώσσες μακριές φωτιά να χύνουνται, ν' αντηλαρίζει ο σπήλιος (Kazantz Od 19.959) |
- το βράδυ μόνο του σπιτιού που η γλύκα αντηλαρίζει | στο λύχνο, και στα γόνατα καθίζει το παιδί (Sikel)
[fr *αντηλάρι, der of αντήλι w. suff -άρι]
- shine w. reflected light, reflect (syn αντανακλώ, αντιφέγγω):



