Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεχερός, -ή, -ό [ande erós]
- sturdy, strong, vigorous:
- θα τρυπούσε το στομάχι και του πιο αντεχερού γορίλλα (Tsirkas)
[fr *αντοχερός, der of αντοχή w. suff -ερός w. interference of αντέχω]
- sturdy, strong, vigorous:



