Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεπεξέρχομαι [andepeksérxome] Ρ (βλ. εξέρχομαι) : (λόγ.) αντιμετωπίζω κτ. (μια δύσκολη κατάσταση, ένα πρόβλημα, μια υποχρέωση κτλ.) με επιτυχία: Ήταν αδύνατο να αντεπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα, να ανταποκριθεί.
[λόγ. < αρχ. ἀντεπεξέρχομαι `προχωρώ με τη σειρά μου να αντιμετωπίσω τον εχθρό΄ σημδ. γαλλ. faire face à]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεπεξέρχομαι [andepeksérxome] aor αντεπεξήλθα & αντεπεξήρθα (subj αντεπεξέλθω, αντεπεξέρθω)
- ① counter-attack, march out against (syn αντεπιτίθεμαι):
- η πατρίδα αντεπεξέρχεται εναντίον των εχθρών της |
- η μάχη φτάνει στο κατακόρυφό της· ο Παπαφλέσας αντεπεξέρχεται ορμητικός τώρα (Melas)
- ⓐ face, meet, confront:
- ορκιστήκαμε να αντεπεξέλθουμε άξια και παλληκαρήσια στα νέα καθήκοντά μας (Tsirkas, adapted) |
- ήταν η αδυναμία των Bυζαντινών να αντεπεξέλθουν στην ορμητική επίθεση των στιφών του Mωαμεθανού πολιορκητή (PVasileiou) |
- πώς φαντάζονταν οι ισχυροί πως οπλισμένοι μ' ένα άχυρο θελήσεως θ' ανταπεξέλθουν στους μυκηθμούς της θύελλας; (Papatsonis) |
- το κλίμα, η γυμναστική, το λουτρό αντεπεξέρχονται νικηφόρα κατά των επιδράσεων του βιομηχανισμού (Athanasiadis-N) |
- στις παρατηρήσεις αυτές ξεσήκωσαν εκείνον που έβαλε το θέμα της Aναστάσεως και ήταν έτοιμος ν' ανταπεξέλθει ακράτητος (Melas) |
- τις ιδέες του Γεμιστού προσπαθεί ν' αντικρούσει και ο Γεώργιος Tραπεζούντιος, αλλ' αντεπεξέρχεται εναντίον του ο Bησσαρίων με την απάντησή του (1469), η οποία τον εδόξασε (Vacalop) |
- επροτάθη πρόγραμμα εκπαιδεύσεως για τους καρκινοπαθείς και τις οικογένειές τους για να αντεπεξέλθουν ψυχολογικώς στη δοκιμασία
- ② suffice, meet, cope w. (syn αντιμετωπίζω επαρκώς, ανταποκρίνομαι, επαρκώ, τα βγάζω πέρα,τα καταφέρνω):
- ~ στα καθήκοντά μου, στις υποχρεώσεις μου, στις ανάγκες μου |
- δεν μπορώ ν' αντεπεξέλθω στα έξοδά μου, στις ανάγκες της οικογενείας μου |
- είναι ικανός να αντεπεξέλθει στις καινοτομίες των τεχνικών εξελίξεων |
- θέλει να μπορεί να ανταπεξέλθει στο έργο του |
- θα μπορέσει η εμπορική πολιτική της χώρας να ανταπεξέλθει στις εξαγωγές στις ξένες αγορές; |
- η φίλη χώρα μάς βοήθησε για να αντεπεξέλθουμε στις οικονομικές μας δυσκολίες |
- εκεί τα σπίτια με τα φροντισμένα εσωτερικά, τα προσαρμοσμένα για να αντεπεξέλθουν στους χειμώνες έχουν θαλπωρή και θέλγητρο (Thrylos) |
- πώς θα αντεπεξέλθει η απροετοίμαστη γυναίκα στις τραχύτητες που θα συναντήσει; (id.)
[fr kath αντεπεξέρχομαι ← PatrG ἀντεπεξέρχομαι 'retaliate' (4th c.), cpd w. K, PatrG ἐπεξέρχομαι 'go out; attack etc']
- ① counter-attack, march out against (syn αντεπιτίθεμαι):



