Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεπαναστατώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεπαναστατώ [andepanastató] αντεπαναστατείς, L) rare
  • undertake or participate in a counter-revolution

[fr kath αντεπαναστατώ, cpd w. επαναστατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες