Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεκδήλωση [andek∂ílosi] η, pl αντεκδηλώσεις (L)
- manifestation in return:
- ένας κουρέας εσκότωσε χειρούργο· ταραγμένοι μερικοί γιατροί δεν απέφυγαν τις υπερβολές στις εκδηλώσεις· ακολούθησαν βίαιες αντεκδηλώσεις της κοινής γνώμης (Palaiologos)
[fr kath αντεκδήλωσις, cpd w. kath (neol Koumanoudis) εκδήλωσις]
- manifestation in return:



