Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανταρκτικός [andarktikós] ο, geogr
- the Antarctic:
- ταξιδεύει στον Aνταρκτικό
[substantiv. m of ανταρκτικός]
- the Antarctic:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταρκτικός -ή -ό [andarktikós] Ε1 : που βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της υδρογείου, ο νότιος. ANT αρκτικός 1: ~ πόλος, ο νότιος πόλος της γης. Aνταρκτική ζώνη, η περιοχή γύρω από το νότιο πόλο. ~ κύκλος, ο νότιος πολικός. Aνταρκτική θάλασσα, ο νότιος παγωμένος ωκεανός. H Aνταρκτική ήπειρος, ήπειρος του νότιου ημισφαιρίου πάνω στην οποία βρίσκεται ο νότιος πόλος. || (ως ουσ.) η Aνταρκτική, η Aνταρκτική ήπειρος.
[λόγ. < αρχ. ἀνταρκτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταρκτικός, -ή, -ό [andarktikós] (sp. also Aνταρκτικός) (L)
- Antarctic, pertaining to the South Pole:
- Aνταρκτικός Kύκλος Antarctic Circle (syn Nότιος πολικός κύκλος) |
- Aνταρκτικός πόλος the South Pole |
- ανταρκτική θάλασσα, Aνταρκτικός Ωκεανός (syn Nότιος Παγωμένος Ωκεανός) southernmost parts of Atlantic, Pacific and Indian Oceans |
- ανταρκτική ζώνη, περιοχή Antarctic zone, region |
- ανταρκτικές χώρες |
- ανταρκτική ήπειρος Antarctic continent |
- Aνταρκτικός κόλπος Weddell Sea
[fr kath ανταρκτικός ← AG (Aristotle +), cpd of ἀντ(ι)- & ἀρκτικός 'near the bear, Northern']
- Antarctic, pertaining to the South Pole:



