Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταριάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταριάζω [andarjázo] Ρ2.1α μππ. ανταριασμένος & ανταρεύω [anda révo] Ρ5.2α μππ. ανταρεμένος : (λογοτ.) 1. για τον ουρανό που γεμίζει από ομίχλη ή από μαύρα σύννεφα καταιγίδας: Aντάριασε ο ορίζοντας. Aνταριασμένες κορφές. 2. για περιπτώσεις έντονης αναταραχής: Aνταριασμένο πέλαγος, φουρτουνιασμένο. || (μτφ.): Aντάριασε το χωριό, αναστατώθηκε πολύ. Aνταριασμένη ψυχή.

[αντάρ(α) -ιάζω· μσν. *ανταρεύω (πρβ. μσν. ανταρεύγομαι) < αντάρ(α) -εύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταριάζω [andarjázo] aor αντάριασα (subj ανταριάσω), mediop ανταριάζομαι, aor ανταριάστηκα (subj ανταριαστώ), ppp ανταριασμένος
  • ① throw into turmoil or disorder, disturb, upset (syn ανησυχώ [trans], αναστατώνω, φοβίζω):
    • με αντάριασαν οι φωνές τους |
    • σας αντάριασε πάλι ο παλαβός ο γείτονας |
    • τ' αποσπάσματα της χωροφυλακής αντάριασαν τους ληστές |
    • μην ανταριάζεις το παιδί |
    • η αναρχία είχεν ανταριάσει τον τόπο (KTheotokis) |
    • βρίζει τον παπά, βλαστημάει, ανταριάζει τον κόσμο (Petsalis) |
    • poem μια καταχθόνια βοή μ' αντάριασε από πέρα (Palam) |
    • τι είναι το κακό που αντάριασε τα Γιάννενα τον κάμπο (id.)
  • ⓐ mi ανταριάζομαι, be set in an uproar, become upset:
    • ανταριαστήκανε τα σπουργίτια |
    • η γειτονιά ανταριάστηκε από το φόνο |
    • ο κόσμος ~ απ' τη ντουφεκιά (Valtinos) |
    • η γυναίκα ανταριάστηκε |
    • έρχουνται στιγμές που η ψυχή της αγριεύει κι ανταριάζεται (KChatzop) |
    • poem .. πλακώνουν τα μαντάτα | πως ξεκινούν απάνου μας του Tούρκου τα φουσάτα | και σείεται κι ανταριάζεται το μαύρο Mισολόγγι (Palam)
  • ② echo, reverberate (syn L αντηχώ):
    • αντάριασε ο τόπος απ' το ντουφεκίδι (Valtinos) |
    • μια οχλοβοή διασκεδαστική ακούς ν' ανταριάζει απ' άκρη σ' άκρη την Aθήνα (Pasagiannis) |
    • | also mi |
    • poem και ο Bράχος | ξανά αγναντεύει και ξανά ανταριάζεται και μ' όλα | τα χίλια μύρια στόματα ξεσπά κλ (Palam)
  • ③ make stormy, churn:
    • μια μανιασμένη θύελλα ρήμαζε τους καλαμιώνες κι αντάριαζε από άκρη σ' άκρη ολάκερη τη λίμνη (KAsimakop)
  • ⓑ intr be in stormy, tempestuous state, rage, seethe (of waters):
    • η θάλασσα αντάριασε |
    • παραμονές του Σταυρού, η θάλασσα μάνιζε κι αντάριαζε (Petsalis)
  • ④ cover w. fog, make sth dark:
    • ο καπνός θα τ' ανταριάσει το σπίτι
  • ⓒ intr be covered w. fog, become foggy or dark:
    • αντάριασε το σπίτι |
    • folks. ανταριάσανε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι

[der of αντάρα w. suff -ιάζω (which developed in cases like καταχνι-άζω fr καταχνία, συννεφι-άζω fr K συννεφία etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες