Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπεργός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταπεργός ο [andaperγós] Ο17 : (λόγ.) απεργοσπάστης.

[λόγ. αντ(ι)- + απεργός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπεργός [andaperγós] ο, η, (L) rare
  • one working in the place of a striker, strikebreaker (syn απεργοσπάστης)

[fr kath ανταπεργός, cpd w. απεργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες