Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταλλασσόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλασσόμενος, -η, -ο [andalasómenos] (L)
  • being exchanged:
    • η ανθρώπινη ζωή είναι μια ιδιόμορφη βιοχημική επεξεργασία, ένα φαινόμενο που πραγματοποιείται από το συναγωνισμό συντεταγμένων φυσικών δυνάμεων και ανταλλασσόμενης ύλης (Louros)

[pprp of ανταλλάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go