Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταλλάξιμο
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλάξιμο [andaláksimo] το, (L)
  • ① interchangeability
  • ② τα ανταλλάξιμα, bonds issued to Greek refugees fr Turkey

[fr kath ανταλλάξιμον, substantiv. n of kath ανταλλάξιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταλλάξιμος -η -ο [andaláksimos] Ε5 : που προορίζεται για ανταλλαγή ή που η ανταλλαγή του είναι δυνατή: Aνταλλάξιμοι πληθυσμοί. Aνταλλάξιμες περιουσίες, που υπάγονται σε σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών.

[λόγ. ανταλλακ- (ανταλλάσσω) -σιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλάξιμος1 [andaláksimos] ο, (L)
  • persοn subject to removal in an exchange of populations, esp that of 1922 between Greece and Turkey:
    • μας έχει απαγορευτεί να εκχριστιανίζομε τους ανταλλάξιμους (EAlexiou) |
    • είναι ο άνθρωπος που έγινε πραμάτεια, όπως θα πει ο ίδιος, ή, για να το πούμε διπλωματικότερα στη γλώσσα της συνθήκης της Λωζάννης, ο ~ (ThFrangop)

[fr kath (neol) ανταλλάξιμος, substantiv. m of kath ανταλλάξιμος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταλλάξιμος2, -η, -ο [andaláksimos] (L)
  • subject to exchange or interchange, exchangeable, interchangeable:
    • ~ πληθυσμός |
    • ανταλλάξιμα πρόσωπα |
    • οι Tούρκοι εκδιώκουν ένα πρόσωπο ως ανταλλάξιμο |
    • ο μη ~ ελληνισμός της βασιλεύουσας (i.e. της Kωνσταντινουπόλεως) |
    • εκατοντάδες εικόνες έφεραν μαζί των στην Eλλάδα οι ανταλλάξιμοι Έλληνες της Mικράς Aσίας (Pallas) |
    • ανταλλάξιμη περιουσία |
    • ανταλλάξιμες κοινοτικές και κοινωφελείς περιουσίες |
    • ανταλλάξιμα κτήματα estates subject to exchange as belonging to persons exchanged or to be exchanged |
    • poem μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν | χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά | και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα, | φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος (TPatrikios) [fr kath (neol Koumanoudis) ανταλλάξιμος, der of ανταλλάσσω (cf αλλάξιμα 'raiments for change'

[3rd c. AD] etc)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go