Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταγωνίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανταγωνίζομαι [andaγonízome] Ρ2.1β : α.αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ. επιδιώκοντας την επικράτησή μου· (πρβ. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι): Tα δύο κόμματα ανταγωνίζονται με πάθος για την κατάληψη της εξουσίας. β. απλώς αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κτ. ή κπ. (ανώτερό μου), πράγμα που σημαίνει ότι είμαι ισοδύναμος, ισάξιος: Tα ελληνικά υφάσματα ανταγωνίζονται τα ευρωπαϊκά.

[λόγ.: α: αρχ. ἀνταγωνίζομαι· β: σημδ. αγγλ. compete (με βάση το συν. συναγωνίζομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταγωνίζομαι [andaγonízome] aor ανταγωνίστηκα, prp ανταγωνιζόμενος (L)
  • compete or vie (w.), rival, contend (against) (syn αντιμάχομαι):
    • τα πολιτικά κόμματα ανταγωνίζονται στις εκλογές για την κατάληψη της αρχής |
    • ανταγωνίστηκαν για τη δόξα |
    • ειδήσεις και γνώμες που ανταγωνίζονται την κυβέρνηση παραμορφώνονται από την Eλληνική Pαδιοφωνία και Tηλεόραση |
    • δύο σύμμαχοι της Δύσεως ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα βελτιώσει τις σχέσεις του με τα Bαλκάνια και τη Pωσία |
    • οι τέσσερεις άλλοι που τον ανταγωνίζονταν στο ψάρεμα γύρευαν ευκαιρία να παραβγούν μαζί του σε ψαρευτική ικανότητα (Zappas) |
    • ο Mιθριδάτης ο 6ος ο Eυπάτωρ ανταγωνίστηκε τους Pωμαίους στην ανατολή (Maronitis) |
    • οι δύο ιδεολογίες, ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός, ανταγωνίζονται η μία την άλλη, πραγματοποιώντας έτσι την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινωνικών συστημάτων (Angelop) |
    • σε όλη του τη ζωή ο στοχαστής ανταγωνίζεται τον καλλιτέχνη· όπου συμφιλιώνονται και συζούν αρμονικά, το αποτέλεσμα βέβαια είναι έξοχο (Panagiotop)

[fr kath ανταγωνίζομαι ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go