Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίχρονου [andíxronu] & αντιχρόνου [andixrónu] επίρρ. χρον. : (οικ.) το μεθεπόμενο έτος.
[αντι- (του) χρόνου, κατά τα αντιπρόπερσι, αντιμεθαύριο και μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]



