Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντίτυπον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αντίτυπον το.
  • 1) Aυτό που είναι απόλυτα όμοιο, απαράλλακτο (με κ. άλλο), αντίγραφο, ομοίωμα:
    • (Σπανός A 372).
  • 2) Aπαντητική επιστολή:
    • (Λίβ. P 1501).

[μτγν. ουσ. αντίτυπον (DGE, λ. ος). H λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go