Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίστυλο [andístilo] το,
- ① support, prop (syn αντιστύλι 1b):
- poem βάνει στη γης τα χέρια ~, τα γόνατα αντιτρόχι (Kazantz Od 11.782)
- ② fig support (said of a person, a concept etc) (syn in αντιστύλι 2):
- poem γλυκιά παρηγοριά κι ~ τ' ολάκριβό του αγγόνι (Kazantz Od 1.1219) |
- .. δέσε την (sc τη ζωή μου) γερά | στα μεταξένια σου μαλλιά να βρει το αντίστυλό της (Zotos)
[fr MG *αντίστυλον, cpd w. στύλος; cf το επίστυλον, περίστυλον, πρόστυλον]
- ① support, prop (syn αντιστύλι 1b):



