Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντίρροπα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντίρροπα [andíropa] adv (L)
  • ① in opposite directions, in a contrary manner:
    • ~κατανεμημένες δυνάμεις |
    • δυο ανθέμια ~ τοποθετημένα |
    • στο κύριο επίπεδο της εικόνας κινούνται ~ η ομάδα των Iουδαίων και ο όμιλος του Xριστού με τους Mαθητές (MChatzidakis) |
    • η συνείδηση του ρωμαίου πολίτη επιδρά ~ και αναστέλλει την αφύπνιση της ελληνικής (Vacalop)
  • ② w. προς against, contrary to:
    • πολλά στοιχεία στις ραψωδίες γ-δ λειτουργούν ~ προς το θέμα της αναζητήσεως του ήρωα (Maronitis)

[der of αντίρροπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go