Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίρευμα [andírevma] το, (sp. also αντίρρευμα) (L)
- ① countercurrent:
- τα αντιρεύματα του Iσημερινού
- ② electr reversed current
- ③ fig contrary tendency, crosscurrent:
- αντιρεύματα κριτικής |
- το ~ έγινε ρεύμα και η εκφραστική ορθοδοξία προσοικειώνεται τα αναγνωριστικά του αντίπαλου αγχώδους σφρίγους (RApostolidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντίρρευμα, cpd w. ρεύμα]
- ① countercurrent:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιρευματικός -ή -ό [andirevmatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καταπολέμηση των ρευματισμών: Aντιρευματική θεραπεία. Aντιρευματικά φάρμακα. || (ως ουσ.) τα αντιρευματικά, αντιρευματικά φάρμακα.
[λόγ. < αγγλ. antirheumatic < anti- = αντι- + αρχ. ῥευματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιρευματικός, -ή, -ό [andirevmatikós] (L) med & pharm
- preventing or curing rheumatism, antirheumatic:
- αντιρευματική αγωγή |
- αντιρευματικό φάρμακο
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιρρευματικός, cpd w. ρευματικός]
- preventing or curing rheumatism, antirheumatic:



