Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίκλινο το [andíklino] Ο40 : (γεωλ.) πτύχωση του εδάφους με κυρτά στρώματα πετρωμάτων.
[λόγ. < αγγλ.(;) anticlin(e) -ον < anti- = αντι- + αρχ. κλίνω `γέρνω΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκλινο [andíklino] το, (L) geol
- anticline (ant σύγκλινο):
- η εταιρία πετρελαίου έχει εντοπίσει στην περιοχή δεκαπέντε αντίκλινα
[fr kath (neol) αντίκλινον, this is turn fr ISV anticline ← Gr αντικλινής]
- anticline (ant σύγκλινο):



