Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίκλητος ο [andíklitos] Ο19 : (νομ.) πληρεξούσιος που εξουσιοδοτείται κυρίως για την παραλαβή εγγράφων.
[λόγ. αντι- κλητ(ός) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκλητος [andíklitos] ο, (L) law
- legal representative (during a trial), proxy:
- διορίζω αντίκλητο
[fr kath (neol) αντίκλητος, cpd w. kath κλητός ← MG, LK]
- legal representative (during a trial), proxy:



