Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντίδωρον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αντίδωρον το· αντίδερον.
  • (Eκκλ.) αντίδωρο:
    • (Aλφ. 1516).

[αρχ. ουσ. αντίδωρον (DGE). H λ. και ο τ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go