Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντίδικα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αντίδικα, επίρρ.
  • 1)
    • α) (Προκ. για εχθρική διάθεση) εναντίον κάπ.:
      • αντίδικά μας τ’ άρματα να πιάσου δε φοβούνται (Zήν. B´ 264
    • β) εις βάρος κάπ., απέναντι σε κάπ. ή κ.:
      • σφάλμα ουδένα αντίδικα του νόμου δεν έχω καμωμένο (Πιστ. βοσκ. IV 5, 82).
  • 2) Aντίθετα με κ., κατά παράβαση:
    • αντίδικα της φύσης (Kατζ. Γ´ 29).
  • 3) Άδικα, αδικαιολόγητα:
    • αντίδικα … την ζωήν μου χάνω (Πιστ. βοσκ. IV 5, 56).

[<επίθ. αντίδικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδικαστικός, -ή, -ό [andi∂ikastikós] (L) law
  • antijudicial, antijuridical (ant δικαστικός):
    • έργο αντιδικαστικό και απαράδεκτο (Stasinop) |
    • η έντονα αντιδικαστική νοοτροπία που εκφράζεται στην κωμωδία Σφήκες είναι αυτή που διώχνει τους πρωταγωνιστές από την Aθήνα (FKakridis)

[fr kath αντιδικαστικός, cpd w. δικαστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go