Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντήλιο το [andílo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση: Έβαλε το χέρι / την παλάμη του ~ και κοίταξε με προσοχή.
[μσν. αντήλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἀντήλιος `απέναντι στον ήλιο΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντήλιο [andíljo] το,
- sun shade, blinker (syn παρωπίδα):
- βάζω, φέρνω το χέρι ~ |
- κ' έβαλε το χέρι ~ να ιδεί τα γύρω βουνά |
- έβαλε την παλάμη ~ και μας κοίταζε (Valtinos) |
- poem στα μάτια του που τον πλανάν | βάζει συχνά το χέρι ~ (Gryparis) |
- πού ν' απλωθή στα μάτια ~ η παλάμη | το σύντροφό σου ως πέρα να ζητήσεις (Zevgoli)
[fr MG (Souda, Eustathius) αντήλιον ← K (Pollux)]
- sun shade, blinker (syn παρωπίδα):



