Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντήλι
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντήλι [andíli] το,
  • ① reflection, glare (syn in αντηλάρισμα):
    • poem στείρα λαγόνια, ωχρά, φρυγμένα χείλια, | μπράτσα που, αντί σ' αγκάλιασμα γι' αντήλια | στο ρόδο - φως υψώνεστε, ως χαράζει, | η Aγάπη, - η αγάπη πάλι - σας ρημάζει (Velmyras)
  • ② sunshade:
    • poem το χέρι βάζοντας ~ | το αγαπητό πλεούμενο του γυρισμού να ξεχωρίστε (Malakasis)

[fr MG *αντήλιν, substantiv. n of αντήλιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντηλιά η [andilá] Ο24 : ακτινοβολία φωτός ή θερμότητας που προέρχεται από την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων: Έχει / κάνει πολλή ~. Kλείσαμε τα παντζούρια για να αποφύγουμε την ~. || ο χώρος στον οποίο υπάρχει αντηλιά: Kαθόταν στην ~ και ζαλίστηκε.

[ελνστ. ἀντή λ(ιος) `απέναντι στον ήλιο΄ -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντηλιά [andiljá] η,
  • ① reflection of sunlight (syn in αντηλάρισμα):
    • η ~ του υπαίθρου εβερνίκωσε με σκοτινότερο χρώμα το δέρμα του |
    • τα σύκα μας ωριμάζουν νωρίς γιατί τα ψήνει η ~ των βράχων (Tsirkas) |
    • τα ασβεστωμένα σπιτάκια σπάθιζαν σκληρά την ~ (Myriv) |
    • χοροπηδούσε στην ~ που ξαστράφτει στα κύματα (Vlami)
  • ⓐ reflected sunlight, glare, radiance:
    • φως και ~ |
    • πολλή δυνατή, γαλάζια, εκτυφλωτική, κόκκινη, λευκή, ρόδινη ~ |
    • η ~ τον ενοχλεί |
    • οι γρίλλιες των παραθύρων του δρόμου ήταν κλειστές για την ~ (Xenop) |
    • ήτανε καλοκαίρι πια σωστό, ζέστη, ~ και σκόνη (Petsalis) |
    • poem να δω .. κατάματα | το θάνατο μέσα στην ~ τ' Aπρίλη (DStathop)
  • ② fig reflection (syn L ανταύγεια):
    • θαρρούσα πως ήταν η γλυκειά ~ από το επίχρυσο χέρι της που κάθε τόσο το σήκωνε μες στο σκοτάδι (Vrettakos) |
    • poem των ονείρων είναι η ~; | το αυγινό στοιχείο της μαγιόβρυσης; (Geralis)

[fr αντηλία substantiv. f of αντήλιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντηλιάδα [andiljá∂a] η,
  • glare, radiance (syn αντηλιά 1b, αντηλάρισμα, αντήλι 1):
    • λιωμένο μολύβι έπεφτε κατάκορφα απ' τον ουρανό κ' η ~ ήταν τόση που σου τσουρούφλιζε τα μάτια (Petsalis) |
    • τ' όμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας (Krystallis) |
    • poem μπήκεν αψίς ο θεριστής, βαρύ το καλοκαίρι, φωτιά η ~ (Palam)

[der of αντηλιά w. suff -άδα1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντήλιο το [andílo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : ό,τι βάζει κανείς στο μέτωπο πάνω από τα μάτια του για να τα προστατεύσει από τη λάμψη του ήλιου, ιδίως όταν προσπαθεί να δει καλύτερα σε μακρινή απόσταση: Έβαλε το χέρι / την παλάμη του ~ και κοίταξε με προσοχή.

[μσν. αντήλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἀντήλιος `απέναντι στον ήλιο΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντήλιο [andíljo] το,
  • sun shade, blinker (syn παρωπίδα):
    • βάζω, φέρνω το χέρι ~ |
    • κ' έβαλε το χέρι ~ να ιδεί τα γύρω βουνά |
    • έβαλε την παλάμη ~ και μας κοίταζε (Valtinos) |
    • poem στα μάτια του που τον πλανάν | βάζει συχνά το χέρι ~ (Gryparis) |
    • πού ν' απλωθή στα μάτια ~ η παλάμη | το σύντροφό σου ως πέρα να ζητήσεις (Zevgoli)

[fr MG (Souda, Eustathius) αντήλιον ← K (Pollux)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go