Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντέγκληση η [andéŋglisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : λόγοι προκλητικοί: Οξύτατες αντεγκλήσεις. Δε λύνονται οι διαφορές με καβγάδες, αλληλοκατηγορίες και αντεγκλήσεις, αλλά με την ήρεμη και καλόπιστη συζήτηση.
[λόγ. αντ(ι)- + έγκλη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. récrimination (πρβ. ελνστ. ἀντέγκλημα ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντέγκληση [andéŋglisi] η, (& kath αντέγκλησις) (L)
- ① law countercharge, recrimination (syn αντικατηγορία 2)
- ② pl αντεγκλήσεις οι, recriminations, disputes (syn αλληλοκατηγορίες, λογομαχία):
- η συζήτηση κατέληξε σε αντεγκλήσεις the discussion ended in a dispute |
- εγκατέλειψαν τις αντεγκλήσεις τους |
- έξαλλες, θεολογικές, προσωπικές, κομματικές αντεγκλήσεις |
- διαφωνίες και αντεγκλήσεις |
- αντεγκλήσεις και φωνασκίες |
- συζήτηση χωρίς αντεγκλήσεις |
- ο σαρκασμός είναι το χαρακτηριστικό των αντεγκλήσεων (Dimaras) |
- λατρεύομε με πάθος τη συζήτηση .. για την ευστροφία των ενστάσεων και των αντεγκλήσεων (Papanoutsos) |
- οι άμεσες επεμβάσεις και αντιδράσεις, επιδοκιμασίες και αντεγκλήσεις κάνουν τη συζήτηση θερμή, ζωντανή, γόνιμη (id., adapted) |
- ο Σεφέρης ήταν μακριά (σε δημόσια συμμετοχή εννοώ) από τις παντοειδείς λογοτεχνικές ζυμώσεις, συζητήσεις, αντεγκλήσεις (Anagnostakis) |
- οι ιδεολογικές προστριβές και αντεγκλήσεις επιφανών ενωτικών και ανθενωτικών ήταν συνεχείς και ζωηρές (Vacalop)
[fr kath αντέγκλησις, der of αντεγκαλώ; cf LK ἀντέγκλημα (1st & 2nd c. AD)]