Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντάμης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάμης ο [andámis] Ο11 θηλ. αντάμισσα [andámisa] Ο27α : (λαϊκ.) θαρραλέος, παλικαράς: Mας κάνει τον αντάμη. || φίλος, λεβέντης, άντρας.

[τουρκ. adam `άνθρωπος, άντρας΄ -ης· αντάμ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμης [adámis] ο, rare
  • fearless chap, stout fellow, tough, macho (syn καβγατζής, μάγκας, παλληκαράς):
    • μη μας κάνεις τον αντάμη |
    • όλο έξω απ' το σπίτι του είναι· πάει και βρίσκει τ' άλλα τα παιδιά της γειτονιάς και κάνει τον αντάμη (Petsalis)

[fr dial αdάμ / άdαμ ← Turk adam 'man; individual; well-mannered person; etc']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go