Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοχύρωτο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοχύρωτο [ano íroto] το, (L)
  • the state of being unfortified, undefended, openness:
    • το ~ της πόλεως |
    • το ~ των νησιών |
    • ο όρος ανοχύρωτου αποκλείεται (Zalokostas)

[substantiv. n of ανοχύρωτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοχύρωτος -η -ο [anoxírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν οχυρώσει: Aνοχύρωτη περιοχή. ~ τόπος. || Aνοχύρωτη πόλη, που κατά τους κανόνες των διεθνών σχέσεων δεν επιτρέπεται ο βομβαρδισμός της από τον εχθρό.

[λόγ. αν- (δες α- 1) οχυρω- (δες οχυρώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοχύρωτος, -η, -ο [ano írotos] (L)
  • unfortified, undefended (ant οχυρωμένος):
    • ~λιμένας |
    • ανοχύρωτη πόλη unfortified city (or town), open city |
    • να κηρύξετε την πόλη ανοχύρωτη (Zalokostas) |
    • η πρωτεύουσα, αφού κηρυχθεί ανοχύρωτη, θα εκκενωθεί από τους Γερμανούς (id.) |
    • εβομβάρδισαν την ανοχύρωτη Kέρκυρα γι' αντίποινα ενός εγκλήματος που είχαν διαπράξει οι ίδιοι (Terzakis) |
    • οι Kρητικοί του Mίνωος είχαν πεποίθηση στο στόλο τους, ικανόν να προστατεύσει από μακριά τα πλούτη της ανοχύρωτης πρωτεύουσας, της Kνωσσού (Zalokostas, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανοχύρωτος, cpd w. *οχυρωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go