Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοστιά η [anostxá] Ο24 : α.η έλλειψη ιδιαίτερης ή ευχάριστης γεύσης, νοστιμιάς. β. (συνήθ. πληθ.) για τρόπο συμπεριφοράς ή λόγο που δεν έχει ενδιαφέρον, χάρη, γοητεία κτλ.: Bαρεθήκαμε τις ανοστιές σας.
[μσν. ανοστιά < ανοστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < άνοστ(ος) -ία > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανοστία η· ανοστιά.
-
- 1) «Άνοστα», ανόητα λόγια:
- (Eρωτόκρ. A´ 968).
- 2) Aνόητη πράξη:
- οι μεθυστάδες … κάμνουν τέτοιες πελελάδες, ανοστίες και κουζουλάδες (Συναξ. γυν. 1020).
- 3) Aνόητη σκέψη:
- (Φορτουν. Γ´ 131).
[<επίθ. άνοστος + κατάλ. ‑ία. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. τον 6.-7. αι. (LBG) και σήμ. ποντ. (IΛ, λ. ‑ιά)]
- 1) «Άνοστα», ανόητα λόγια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοστιά [anostjá] η,
- ① tastelessness, flavorlessness (ant νοστιμάδα):
- τι ~που έχει αυτό το κρέας, εκείνο το ψάρι, η σούπα! |
- η φρίσσα είναι μία μεγάλη σαρδέλα, κάπως πλατιά, με πολλά κόκκαλα και με άνοστο κρέας· την ~ της τη γνωρίζουν και τα ψάρια (Potamianos) |
- όσο για τη σουηδική κουζίνα, η ~ της δε λεγότανε (TAthanasiadis) |
- διάφορα καρυκεύματα δεν αφαιρούν τίποτα από την ~ του (Thrylos)
- ② fig insipidity, dullness, gracelessness (syn αηδία, αποκρουστικότητα, σάχλα, σαχλαμάρα, ant γοητεία, θέλγητρο):
- ~που 'χει αυτή η γυναίκα! |
- η ~ της εκφράσεως γυναικότης (Palam) |
- η ~ των φαιδρών σκετς που προσφέρει η μονότροπη μουσική των τραγουδιών (Papanoutsos) |
- όλα έχουν αμβλυνθεί, ατονήσει, όλα ληθαργούν· οι λέξεις είναι ποτισμένες με ~(Thrylos) |
- η κουβέντα με τον τιμονιέρη είχε τόση ~, που έσβησε σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα (Karkavitsas) |
- ο τόνος της κομψότητας, τον οποίο ζητεί ο Xριστόπουλος, δεν έρχεται φυσικά μόνος του και χωρίς κάποια ~ (Dimaras) |
- ο εαυτός μας πάει να καταποντιστεί από έλλειψη αυτογνωσίας, στο σνομπισμό και την ~ (GIoannou) |
- μουσικά έργα κοσμικά, που εκφράζουν μια ποιητική γλυκύτητα, απαλλαγμένη ως επί το πολύ από ~ (Kanellop) |
- σκηνοθεσία, ηθοποιία είχαν την ~ του αποστειρωμένου νερού (ThAthanasiadis-N) |
- το λεβέτι όπου ψήνονται οι ψυχές και γίνονται σατανική ~ (Papatsonis) |
- poem ενόσω είσαι ζωντανός, ναι μεν θα υποφέρεις, | μα της ζωής την ~ τουλάχιστον την ξέρεις (Souris)
- ⓐ pl ανοστιές οι, insipid words or actions (syn άνοστα λόγια or άνοστες πράξεις):
- μας αραδιάζει ανοστιές |
- άφησε τις ανοστιές τώρα |
- τι ανοστιές μας λες! |
- κοινοτοπίες και ανοστιές αισθητικές (Apostolakis) |
- παραγνωρίζουν τι ανοστιές υπερπηδήσαμε με το νέο στυλ στο δημόσιο λόγο μας (Papanoutsos) |
- η εικόνα της κοπέλας με μαγνητίζει. Όχι από έρωτα ―σας παρακαλώ να ξεχάσετε αυτές τις ανοστιές που έχουν γίνει κοινοτοπία αφόρητη (Terzakis)
[fr LMG ανοστιά (Erotokr.) ← MG ανοστία (Agathangelos, 5th c.); cf MG ευνοστία (: εύνοστος, in ModG έμνοστος)]
- ① tastelessness, flavorlessness (ant νοστιμάδα):



