Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανομολόγητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανομολόγητα [anomolóyita] adv
  • without acknowledgment, without admitting it, unadmittedly (ant ομολογουμένως):
    • ~ και σε μένα τον ίδιον αισθανόμουν να ζηλεύω τον έμπορο (Glezos) |
    • η συσχέτιση τούτη μου κλωθογύριζε στο νου από ημέρες ~ (Terzakis) |
    • ο κήρυκας της ολικής απελπισίας προσδοκούσε ~ τη διάψευση της θεωρίας του (Prevelakis) |
    • οι φίλοι τούς ξεγράφουνε ~ (Papatsonis) |
    • απέναντι στην ελληνοχριστιανική παράδοση .. υψώνεται, έστω και ~, ένα πνεύμα χαώδες, ουτοπικό κλ (Tsatsos) |
    • το παράξενο προσωπείο του Σωκράτη ~ θα ήταν κάποιος ερεθισμός και για τους δικαστές του (Theodorakop) |
    • είναι και κάποια λαϊκότροπη εκζήτηση, φανερά όσο και ~ εξυπηρετική μιας αισθητικής (Dimaras)

[der of kath ανομολόγητος (Koumanoudis); cf kath ανομολογήτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go