Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανολοκλήρωτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανολοκλήρωτος -η -ο [anoloklírotos] Ε5 : που δεν ολοκληρώθηκε ή δεν τον ολοκλήρωσαν· ατέλειωτος. ANT ολοκληρωμένος: Πεθαίνοντας νέος, άφησε ένα έργο ανολοκλήρωτο αλλά σημαντικό.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. inachevé]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανολοκλήρωτος, -η, -ο [anoloklírotos] (L)
  • unfinished, uncompleted, incomplete (near-syn L ημιτελής, αποσπασματικός, ασυμπλήρωτος, ant ολοκληρωμένος):
    • ανολοκλήρωτες πράξεις |
    • η διαδοχή θα μείνει ανολοκλήρωτη |
    • το έργο έμεινε ανολοκλήρωτο |
    • ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα |
    • έξι ημιτελή ή ανολοκλήρωτα έργα |
    • μουσική σύνθεση ανολοκλήρωτη |
    • ανολοκλήρωτη ύπαρξη |
    • πάντα υπάρχει κάτι το .. ανολοκλήρωτο μέσα μας (Panagiotop) |
    • ανολοκλήρωτη προσπάθεια, σταδιοδρομία |
    • ανολοκλήρωτη ερωτική περιπέτεια |
    • αφήνουν ανολοκλήρωτο και μετέωρο ένα από τα κύρια θέματα της δευτέρας ραψωδίας (Maronitis)

[fr kath (neol) ανολοκλήρωτος, cpd w. *ολοκληρωτός (: ολοκληρώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go