Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιχτομάτης
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτομάτης -α -ικο [anixtomátis] Ε9 θηλ. (προφ.) ανοιχτομάτισσα [anixtomátisa] Ε (βλ. Ο27) : που έχει ανοιχτά τα μάτια του, οξυμμένη τη νοητική του αντίληψη, και γι΄ αυτό δεν τον ξεγελά κανείς εύκολα ή δεν του ξεφεύγει καμιά ευκαιρία.

[ανοιχτο- + -μάτης (πρβ. μσν. ανοιχτόματος ίδ. σημ.)· ανοιχτομάτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτομάτης1 [anixtomátis] ο, pl ανοιχτομάτες & ανοιχτομάτηδες
  • ① open-eyed, wide-awake individual, clear-sighted person (individual, man) (syn ο διορατικός, ο οξυδερκής, ο ξυπνός):
    • ο νους του Σικελιανού δεν προσανατολιζόταν με ακρίβεια ανοιχτομάτη (Karantonis) |
    • σφάλματα μπορούν να συμβούν και στους πιο ανοιχτομάτηδες και στους πιο φωτισμένους (Panagiotop) |
    • γύρω στους ερωτευμένους κ' οι πιο ανοιχτομάτες γίνονται τυφλοί (Xenop) |
    • μερικοί ανοιχτομάτες αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις και άρχισαν να χτίζουν μέγαρα (Petsalis) |
    • prov τι να κάμει ο στραβός του ανοιχτομάτη; about a person unable to do a service
  • ② intelligent or prudent, cautious, watchful person (νοήμων L, προσεκτικός άνθρωπος):
    • prov γαλίφης πήγε και σκόνταψε σ' ανοιχτομάτη πόρτα (Dimitrakos)

[substantiv. m. of ανοιχτομάτης2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτομάτης2, -α (& -ισσα), -ικο [anixtomátis]
  • ① wide-awake, keen-eyed, sharp, alert, shrewd (syn διορατικός, οξυδερκής, έξυπνος, ευφυής):
    • είναι ~, δεν τον γελάς |
    • ανοιχτομάτα γυναίκα |
    • η θεία της είναι ανοιχτομάτα και τίποτα δεν της ξεφεύγει (Xenop) |
    • άνθρωπος ~ |
    • άρθρο γραμμένο από άνθρωπο καλλιεργημένο και ανοιχτομάτη (Panagiotop) |
    • ήταν πολύ ~ο Όμηρος (id.) |
    • ένας ~ ζωηρός επιστήμων (Karouzou) |
    • ένας σημερινός ~ δημιουργός (id.) |
    • ένας ~ και διαισθητικός παρατηρητής (Theotokas) |
    • για το γάμο μάς χρειάζονται ανοιχτομάτηδες οδηγοί (Katsigra) |
    • μια πιο ανοιχτομάτα ηγετική τάξη (Kasimatis) |
    • poem κ' οι ανοιχτομάτηδες Θεοί κ' οι αφώτιστες οι τύχες | μακριά σας από μιας αρχής κλ (Palam) |
    • σπαθάρης νιος τριγυριστής ~ήρθε | και βρέθηκε σε ξαφνική, σε αλλότριαν όψη αγνάντια (id.) |
    • φίλος ομάδι φάνταζε ακριβός κι οχτρός ~ (Kazantz)
  • ② keen, sharp, shrewd, discerning, perceptive (syn διορατικός):
    • ο παρατηρητικότατος ~νους του (Karantonis) |
    • με την ανοιχτομάτα προσαρμογή στον καιρό νίκησε τον καιρό (Kazantz) |
    • η ανοιχτομάτισσα εμπειρία του ατομικού μας αιώνα (Katrakis) |
    • ας σταθούμε ελεύθεροι από ειδικώτερες δεσμεύσεις ανοιχτομάτες προς όλους τους ορίζοντες (Tsatsos) |
    • poem .. τα κεφάλια λάμπουν | ξεχειλισμένα νου περγελαχτή και γνώση ανοιχτομάτα (Kazantz Od 5.310) |
    • με την ανοιχτομάτα υπομονή και την τραχιάν αγάπη, | τα σύνορα να ξεπερνούσαμε του φοβιτσιάρη ανθρώπου! (ib 6.328) |
    • ύπνος μας έπαιρνε γλυκός | από της γης τα βύθια, | ~ και γλυκός (Sikel) |
    • .. κ' η μοίρα ανοιχτομάτα | αγνείας πείρα μου ετοίμασε σαν τότε (Prevelakis)

[cpd of ανοιχτός and μάτι; cf MG ανοιχτόματος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go