Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιγοκλείσιμο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιγοκλείσιμο [aniγoklísimo] το,
  • alternate or successive opening and closing (syn ανοιγόκλειμα, ανοιγόκλεισμα, ανοιγοσφάλισμα):
    • το ~ της πόρτας |
    • ανοιγοκλεισίματα πορτοπαραθυριών |
    • το ~ των ματιών winking, twinkling, blinking |
    • οι μορφασμοί .. τα ακατάπαυστα ανοιγοκλεισίματα των βλεφάρων φτάνανε για να την περικυκλώνουνε τα παιδιά (EAlexiou) |
    • όπου χρησιμοποιείται η κινούμενη σκηνή, μεταφέρεται κανείς χωρίς ανοιγοκλεισίματα της αυλαίας διαμέσου σειράς μαγευτικών τοπίων της Iσπανίας (ThAthanasiadis-N) |
    • η Σάρα Mπερνάρ εφεύρε το αστραπιαίο ~ (id.)

[der of ανοιγοκλειώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go