Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοήτως [anoítos] adv(L)
- foolishly, stupidly (syn ανόητα):
- ~ φερόμενος το είπα
[fr kath ανοήτως ← LK ἀνοήτως (pap 2nd c. AD)]
- foolishly, stupidly (syn ανόητα):
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[fr kath ανοήτως ← LK ἀνοήτως (pap 2nd c. AD)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |