Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοήτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοήτως [anoítos] adv(L)
  • foolishly, stupidly (syn ανόητα):
    • ~ φερόμενος το είπα

[fr kath ανοήτως ← LK ἀνοήτως (pap 2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες