Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιών -ούσα -όν [anión] Ε12α : (λόγ., σε ειδικές μόνο χρήσεις) που ανεβαίνει, προχωρεί προς τα πάνω. ANT κατιών: Aνιούσα τάξη, σειρά, κατάταξη από το απλούστερο στο συνθετότερο, από το πιο μερικό στο πιο γενικό, από το ασθενέστερο στο πιο δυνατό, κτλ. || (μουσ.): Aνιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων, από τους βαρύτερους μουσικούς φθόγγους στους οξύτερους. || Aνιόντες χαρακτήρες, τα σημεία που παριστάνουν τους οξύτερους φθόγγους ή (ειδ. στη βυζαντινή μουσική) το ανέβασμα της φωνής από τους βαρύτερους στους οξύτερους φθόγγους. || (μαθημ.) Aνιούσα πρόοδος, που οι όροι της αυξάνονται, η αύξουσα πρόοδος. || (νομ.) Aνιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι ανιόντες, από τους οποίους κατάγεται κάποιος κατευθείαν, οι άμεσοι πρόγονοι, όπως οι γονείς, οι παππούδες, οι προπαππούδες κτλ. || (ως ουσ.) το ανιόν*.
[λόγ. < αρχ. ἀνιών μεε. του ἄνειμι `ανεβαίνω΄ & σημδ. γαλλ. ascendant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιών1 [anión] ο, acc sg ανιόντα, pl ανιόντες, acc ανιόντας (L) law
- immediate ancestor, ascendant (ant κατιών):
- οι ανιόντες και οι κατιόντες the ascendants and the descendants |
- κτήμα περιέχεται σε ανιόντα a possession reverts to an ascendant |
- αν δεν υπάρχουν γονείς, οι αδελφοί ή άλλοι ανιόντες της γυναίκας (Christidis AK) |
- οι αμφιθαλείς αδελφοί κ' οι ανιόντες του ανηλίκου καλούνται όλοι (ib)
[fr MG ανιόντες m Theoph. Antec. 3.6 (year 537); MG οι ανιόντες 'father and mother' Assizes 525.22; 564.12; cf ανιόντα πρόσωπα 'ascendants' Just. Nov. 117.7.118 Pr (6th c)]
- immediate ancestor, ascendant (ant κατιών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιών2, -ούσα, -όν [anión] (L)
- ascending, ascendant (ant κατιών, -ούσα, -όν):
- ~ κλάδος τροχιάς ascending branch of trajectory |
- οι ανιόντες συγγενείς the immediate ancestors, ascendants, parents |
- ανιούσα γραμμή, e.g. βλέπουν μιαν ανιούσα και ύστερ' από ορισμένο σημείο μια κατιούσα γραμμή (Papanoutsos) |
- στην ιστορία των οργανικών όντων κατά τη θεωρία της βιολογίας υπάρχει μια ανιούσα γραμμή της ζωής (Theodorakop) |
- η αξία του ανθρώπου ή και λαού εξαρτάται και από το αν ευρίσκεται στην ανιούσα ή στην κατιούσα γραμμή της πνευματικής δημιουργίας (id.) |
- η τέχνη του κρατά μιαν ανιούσα γραμμή (Mourelos) |
- math ανιούσες (or ανιούσαι) δυνάμεις ascending powers |
- κανένα κριτήριο δεν παρουσιάζει τη μαγική δύναμη να μετρά την ανιούσα κίνηση ενός πολιτισμού (Evelpidis) |
- mus ανιούσα κλίμακα ήχων crescendo (syn κρεσέντο) ; ανιούσα ελάσσων κλίμακα |
- η σημερινή κάμψη της οικονομίας μπορεί να μετατραπεί σε εντόνως ανιούσα πορεία (Angelop, adapted) |
- είχε κλιμακωθεί η αντίσταση σε μια ανιούσα σειρά εκδηλώσεων (Vafop) |
- μια ιστορία ζωντανή μ' εξέλιξη, ανιούσα αρχή, μέση, τέλος (Melas)
[adj fr AG prp ἀνιών ἀνιοῦσα (: ἄνειμι 'go up')]
- ascending, ascendant (ant κατιών, -ούσα, -όν):



