Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιστόρητα [anistórita] adv
- in ignorance of history, unhistorically:
- η παλιά πλατεία Λουδοβίκου, που τόσο άδικα, επιπόλαια κι ~ της άλλαξαν τελευταίως τ' όνομά της (Skouzes)
[der of ανιστόρητος; cf kath fr K ἀνιστορήτως]
- in ignorance of history, unhistorically:



