Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανιστόρητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιστόρητα [anistórita] adv
  • in ignorance of history, unhistorically:
    • η παλιά πλατεία Λουδοβίκου, που τόσο άδικα, επιπόλαια κι ~ της άλλαξαν τελευταίως τ' όνομά της (Skouzes)

[der of ανιστόρητος; cf kath fr K ἀνιστορήτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go