Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθών ο.
-
- Ανθόκηπος:
- ανθών … ευώδης παρά φύσιν (Kαλλίμ. 299).
[<ουσ. άνθος + κατάλ. ‑ών. H λ. σε Γλωσσάρ. (Steph.)]
- Ανθόκηπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθών -ούσα -ούν [anθón] Ε12β : (λόγ.) που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθούσα βιοτεχνία / βιομηχανία / κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. ἀνθῶν μεε. του ἀνθῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθών, -ούσα, -όν [anθón] (L)
- prospering, thriving, flourishing:
- ανθούσα βιομηχανία, πόλη, συνοικία |
- ανθούσα ιδιωτική πρωτοβουλία |
- ανθούσα γεωργία των σκανδιναβικών χωρών |
- poem της ευτυχίας που νείρεται δεν τη βαραίνει η έννοια, | βαθιά ως ξανοίγει δίπλα της η ανθούσα αναπνοή (Sikel) |
- σας ζω, και ζω μαζί με σας χίλιες ζωές αντάμα | παθητικές, παρήγορες, ανθούσες, πικραμένες (Malakasis)
[fr kath ανθών, prp of AG ἀνθῶ]
- prospering, thriving, flourishing:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθώνας ο [anθónas] Ο2 : 1.τόπος όπου τα άνθη: α. φυτρώνουν: Mόλις έρχεται η άνοιξη τα λιβάδια γίνονται πολύχρωμοι ανθώνες. β. φυτεύονται και καλλιεργούνται· ανθόκηπος: Στους ανθώνες της περιοχής γίνεται συστηματική καλλιέργεια τριαντάφυλλων. 2. έκταση μέσα σε κήπο, όπου καλλιεργούνται άνθη2· αλτάνα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθών, αιτ. -ῶνα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθώνας [anθónas] ο, (L)
- flower-bed or flower-garden:
- ο κήπος του είναι σωστός ~ |
- ένας ~ με πολύτιμα, πολύ περιποιημένα λουλούδια (Petsalis) |
- τριαντάφυλλο των ανθώνων |
- το πράσινο των ανθώνων |
- τα προάστια είναι γεμάτα ανθώνες |
- το περιβόλι του ήταν ένας μεγάλος, στενόμακρος ~ (Xenop) |
- προβολείς αναδεικνύουν τον ανθώνα που με τους δικούς του επίκτητους ιριδισμούς προσλαμβάνει μορφή φαντασμαγορίας (Thrylos) |
- από τη μια μέρα στην άλλη μπορείς να δεις εντελώς αλλιώτικους αυτούς τους θεσπέσιους ανθώνες (Chatzinis) |
- poem πνεύμα γλυκύτατο σε πλούσιο ανθώνα (Markoras) |
- του ανθρώπου η τύχη .. θέλ' ήταν άλλη, | κι ο θαυμαστός ~ σου δεν θα 'χε θάλει (Athanas) |
- ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαϊδήματα (Papatsonis) |
- αχ, τον κόσμο των λούλουδων έρχεσαι | να ταράξεις ξανά στους ανθώνες (Skipis)
[fr kath ανθών ← MG ανθών; cf AG dial ἀνθεών]
- flower-bed or flower-garden:



