Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθυπατεία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθυπατεία η [anθipatía] Ο25 : (ιστ.) το αξίωμα του ανθύπατου και το χρονικό διάστημα της θητείας του.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθυπατεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go