Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθυπαστυνόμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθυπαστυνόμος ο [anθipastinómos] Ο18 : βαθμός στην ιεραρχία της αστυνομίας, ανώτερος από τον αρχιφύλακα και κατώτερος από τον υπαστυνόμο B'.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπαστυνόμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθυπαστυνόμος [anθipastinómos] ο,
  • police sergeant:
    • τον συνέλαβε κ. ~ |
    • της είπε να με κάνει αρχιφύλακα ή τουλάχιστον ανθυπαστυνόμο, αλλά δεν ήθελε (Germanos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυπαστυνόμος, cpd w. υπαστυνόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες